λιθηλογής

λιθηλογής
λῐθ-ηλογής, ές, (λέγω (B) 1)
A built of stones, AP6.253 (Crin.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λιθηλογής — λιθηλογής, ές (Α) οικοδομημένος με λίθους. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + λέγω «συλλέγω»] …   Dictionary of Greek

  • λιθηλογέες — λιθηλογής built of stones masc/fem nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιθ(ο)- — (AM λιθ[ο]) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσιαστικό λίθος και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει ως αντικείμενο τον λίθο (πρβλ. λιθοτόμος, λιθολόγος, λιθουλκός) ή γίνεται με λίθο (πρβλ. λιθόδμητος) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”